- αναθρόνιση
- η (-ις, -έως)η εκ νέου ενθρόνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθρονίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθρονίζομαι — και ιάζομαι 1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek